- μυστριοπώλης
- μυστριοπώλης, ου, ὁ,A dealer in small spoons, Nicopho 19 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστριοπώλης — μυστριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής μικρών μύστρων, δηλαδή κουταλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστρίον + πώλης (< πωλώ)] … Dictionary of Greek
μυστριοπῶλαι — μυστριοπώλης dealer in small spoons masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστριοπώλαις — μυστριοπώλης dealer in small spoons masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)